- ἐναποτυποῦμαι
- ἐναποτυπόομαιreceive impressionspres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναποτυπώνω — και έναποτυπῶ ( όω) (AM έναποτυπῶ Α και έναποτυποῡμαι, όομαι) αποτυπώνω μέσα σε κάτι, αφήνω, δημιουργώ αποτυπώματα σε μια επιφάνεια, χαράζω μέσα σε κάτι αρχ. μέσ. 1. αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι κάπου 2. λαμβάνω εντυπώσεις 3. εκφράζω, εκδηλώνω … Dictionary of Greek